λύγκας

λύγκας
λύγξ 1
lynx
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… …   Dictionary of Greek

  • λύγκας — ο αρπαχτικό θηλαστικό ζώο, ο ρήσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • Λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λυγκίον — λυγκίον, τὸ (Α) [λυγξ (I)] μικρός σε ηλικία ή σε μέγεθος λύγκας …   Dictionary of Greek

  • λυγκαστήσει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αὔξει παραπλησίως, ἢ λυγκάσαι, ῥεῡσαι» (ίσως: «ἢ λύγκας ἀγρεῡσαι») …   Dictionary of Greek

  • πανθήριον — τὸ, Α [πάνθηρ] είδος μεγάλου αιμοβόρου σαρκοφάγου ζώου, ο λύγκας …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”